- ἔλλοβα
- ἔλλοβοςbearing fruit in a podneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αράλια — (aralia). Ονομασία που αποδίδεται σε πολυάριθμα ποώδη φυτά ή θάμνους της οικογένειας των αραλιιδών. Τα περισσότερα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα ωραία τους μεγάλα έλλοβα φύλλα. Οι α., κυρίως η φατσία η ιαπωνική, καλλιεργούνται ως φυτά… … Dictionary of Greek
ιπόμοια — Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 300 είδη, που κατάγονται από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Πρόκειται κυρίως για μονοετείς ή πολυετείς πόες, έρπουσες ή αναρριχώμενες, με φύλλα κατ’ εναλλαγή… … Dictionary of Greek
καψέλλα — Μονοετής πόα (Capsella bursa pastoris) της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), πολύ κοινή κατά μήκος των αγροτικών δρόμων. Είναι ζιζάνιο των αγρών, διαδεδομένο ακόμα και στις κατοικημένες περιοχές, όπου φύεται στις βάσεις των τοίχων. Έχει… … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
μανιότη — (Manihot). Γένος φυτών της οικογένειας των ευφορβιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει 100 περίπου είδη. Πρόκειται για μονοετείς θάμνους με κονδυλώδεις ρίζες που περιέχουν μεγάλη ποσότητα αμύλου και βλαστό που περιέχει γαλακτώδη χυμό. Τα… … Dictionary of Greek
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
πίρος — (I) και πείρος, ο, Ν 1. ξύλινος ή μεταλλικός γόμφος 2. το βλήτρο, κν. μπουλόνι, που χρησιμεύει ως άξονας τροχαλίας ή πολύσπαστου 3. πώμα ή στρόφιγγα ξύλινου βαρελιού 4. ξύλινο βύσμα που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο δάπεδο μιας… … Dictionary of Greek
ρετσινολαδιά — (ρίκινος ο κοινός). Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών (δικοτυλήδονα). Στις χώρες καταγωγής του (τροπική Αφρική) αναπτύσσει ξυλώδη βλαστό σε μέγεθος δεντρώδες (10 μ.)· καλλιεργείται στα εύκρατα κλίματα και είναι ποώδες (1 3 μ.). Ο βλαστός είναι … Dictionary of Greek
χρυσάνθεμο — Φυτό του γένους χρυσάνθεμο (οικογένεια σύνθετων ή κομποζιτών, δικοτυλήδονα) που κατάγονται από την Ιαπωνία (είναι το εθνικό της άνθος) και την Κίνα και καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Συνήθως με τη λέξη χ. εννοούνται τα υβρίδια των… … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek